ἀσκάλιστος

ἀσκάλιστος
ἀσκάλιστος [ᾰ], ον,
A = ἀσκάλευτος, Sch.Theoc.10.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασκάλιστος — η, ο (Μ ἀσκάλιστος, ον) αυτός που δεν έχει σκαλιστεί νεοελλ. εκείνος που δεν ερευνήθηκε με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • ασκάλιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε σκαλίστηκε, δε λαξεύτηκε: Η πέτρα του δαχτυλιδιού είναι ασκάλιστη. 2. αυτός που δε σκάφτηκε ελαφρά, λίγο: Τα αμπέλια φέτος έμειναν ασκάλιστα. 3. αυτός που δεν ερευνήθηκε, δεν αναμοχλεύτηκε: Δεν άφηνε ντουλάπι και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άξοος — ἄξοος, ον (Α) [ξέω] 1. άξεστος 2. ασκάλιστος …   Dictionary of Greek

  • άσκαλος — ἄσκαλος και ἄσκαλτος, ον (Α) ο ασκάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκάλλω «σκαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ασκάλευτος — η, ο (Μ ἀσκάλευτος, ον) [σκαλεύω] ο ασκάλιστος νεοελλ. (για τη φωτιά) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη φωτιά ασκάλευτη») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”